-
1 λαιμός
ο1) шея; 2) горло, глотка;μου πονεί ο λαιμός (μου) — у меня болит горло;
με γαργαλάει ο λαιμός — или κάτι μού γαργαλάει το λαιμό — у меня першит в горле;
3) ворот, воротник; горловина (платья);4) горлышко (бутылки и т.п.); 5) перешеек, узкая полоса земли (между озёр);§ βγάζω το λαιμό μου να σε φωνάζω — а) надсаживаться, звать, кричать до хрипоты; — б) охрипнуть от крика;
δεν πάει να κόψει το λαιμό του — он и пальцем не пошевельнёт; — ему ни до чего нет дела; — а ему хоть трава не расти;
πιάνω απ' το λαιμό — а) схватить за горло; — б) перен. взять за горло;
βάζω το μαχαίρι στο λαιμό — пристать с ножом к горлу;
παίρνω κάποιον στο λαιμό μου — подводить кого-л.;
τον πήρα στο λαιμό μου — я его подвёл; — он пострадал из-за меня;
μου κάθεται στο λαιμό — он у меня стоит поперёк горла;
ως το λαιμό — до отказа, по горло
См. также в других словарях:
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek